νουκλεοζίτης

νουκλεοζίτης
ο
(βιοχ.) το νουκλεοσίδιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυτιδίνη — η (βιοχ.) νουκλεοζίτης που προκύπτει από τη συμπύκνωση τής κυτοσίνης και τής ριβόζης και αποτελεί βασικό συστατικό τών νουκλεϊκών οξέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cytidine < cyt(o) (< κύτος «κοιλότητα») + idine] …   Dictionary of Greek

  • ριβονουκλεοζίτης — ο, Ν (βιοχ.) κάθε νουκλεοζίτης που περιέχει D ριβόζη ως σακχαρικό συστατικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”